- προσαγωγιδης
- προσαγωγίδης-ου (ῐδ) ὅ Plut. = προσαγωγεύς См. προσαγωγευς 2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαγωγίδης — ὁ, Α κατάσκοπος ή καταδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης)] … Dictionary of Greek